- αειμεταβόλος
- ἀειμεταβόλος, -ον (Α)αυτός που μεταβάλλεται διαρκώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μεταβόλος < μεταβάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀειμεταβόλων — ἀειμεταβόλος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αειμετάβλητος — ἀειμετάβλητος, ον (Μ) ο αειμεταβόλος … Dictionary of Greek